- ακαθιέρωτος
- η , ο [ος , ον ]1) не установленный официально; неузаконенный;
ακαθιέρωτοι κανόνες — неписаные законы;
2) рел неосвящённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακαθιέρωτοι κανόνες — неписаные законы;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακαθιέρωτος — η, ο (Α ἀκαθιέρωτος, ον) [καθιερώνω] 1. ακαθαγίαστος* 2. αυτός που δεν έχει καθιερωθεί, θεσμοθετηθεί ή αναγνωριστεί επίσημα με συνεχή χρήση … Dictionary of Greek
ακαθιέρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν καθαγιάστηκε: Η εκκλησία τελείωσε, αλλά είναι ακόμη ακαθιέρωτη. 2. αυτός που δεν καθορίστηκε επίσημα: Αυτή η γιορτή ήταν τότε ακαθιέρωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)